- μοντεράτο
- το муз. модерато
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μοντεράτο — μουσ. όρος τής ρυθμικής αγωγής που αναφέρεται στα έργα που απαιτούν μέτρια ταχύτητα στην εκτέλεσή τους, δηλ. ούτε αργή ούτε γρήγορη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moderato < ρ. moderare «μετριάζω» (< λατ. moderatus, μτχ. τού moderare «μετριάζω»)] … Dictionary of Greek